συνώμοτος

συνώμοτος
-ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνώμοτος, -ον, Α
το ουδ. ως ουσ. τὸ συνώμοτον
η συνωμοσία
μσν.
(για πράγμ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ένορκης συμφωνίας
αρχ.
1. συνδεδεμένος με όρκο, δεσμευμένος με όρκο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυνώμοτον
σύνδεσμος, ένωση που γίνεται με ένορκη συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ώμοτος (< ὄμνυμι), πρβλ. ἀν-ώμοτος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνώμοτον — συνώμοτος leagued by oath masc/fem acc sg συνώμοτος leagued by oath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμότων — συνώμοτος leagued by oath masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνώμοτον — συνώμοτον , συνώμοτος leagued by oath masc/fem acc sg συνώμοτον , συνώμοτος leagued by oath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”